- ψιχός
- ψῑχός , ψίξcrumbmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψίχα — η, ΝΜ 1. το εσωτερικό, μαλακό μέρος τού ψωμιού 2. στον πληθ. οι ψίχες και αἱ ψίχαι τα ψίχουλα νεοελλ. 1. το εσωτερικό ορισμένων ξηρών καρπών («η ψίχα τού αμυγδάλου») 2. μτφ. ελάχιστη ποσότητα από κάτι («δώσε μου μια ψίχα καφέ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ … Dictionary of Greek
ψίχαλο — το, Ν ψίχουλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψίξ*, ψιχός «ψίχα» + κατάλ. αλο (πρβλ. ρόπ αλο)] … Dictionary of Greek
ψίχουλο — το, Ν 1. τριμμένο κομματάκι ψωμιού, ψιχίο 2. μτφ. ελάχιστη ποσότητα από κάτι («τα χρήματα που τού δίνει είναι ψίχουλα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ψίξ*, ψιχός «ψίχα» + κατάλ. ουλο] … Dictionary of Greek
ψιχάρπαξ — αγος, ὁ, Α (ως ονομασία ενός ποντικού στην Βατραχομυομαχία) αυτός που αρπάζει τα ψίχουλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψίξ*, ψιχός «ψίχα» + ἅρπαξ, αγος] … Dictionary of Greek
ψιχία — ἡ, Μ [ψίξ, ψιχός] ψιχίο, ψίχουλο … Dictionary of Greek
ψιχίδιον — τὸ, Α υποκορ. τού ψιχίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψίξ*, ψιχός «ψίχα» + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. χοιρ ίδιον)] … Dictionary of Greek
ψιχίο — το / ψιχίον, ΝΜΑ [ψίξ, ψιχός] ψίχουλο («τὰ κυνάρια ἐσθίει ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν», ΚΔ) νεοελλ. στον πληθ. τα ψιχία μτφ. μικρός αριθμός, ελάχιστη ποσότητα («οι άλλοι πήραν την χοντρή μπάζα κι αυτός μόνον… … Dictionary of Greek
ψιχίων — ονος, ὁ, Α (κωμ. λ.) φανταστικό όνομα παρασίτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψίξ*, ψιχός «ψίχα» + επίθημα ίων (πρβλ. σχοιν ίων)] … Dictionary of Greek
ψιχοδιαλέκτης — ὁ, Α είδος παρασίτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψίξ*, ψιχός «ψίχα» + διαλέγω] … Dictionary of Greek
ψιχοκλάστης — ὁ, Α είδος παρασίτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψίξ*, ψιχός «ψίχα» + κλάστης (< κλῶ «σπάω») πρβλ. ὀστο κλάστης] … Dictionary of Greek